ασκέρι

ασκέρι
το (Μ ἀσκέρι)
1. σώμα στρατού τακτικού ή άτακτου
2. μτφ. πολυμελής ομάδα ή οικογένεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. asker «στρατιώτης»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ασκέρι — το ιού (λ. τουρκ.) 1. πλήθος ανθρώπων, όχλος: Το ασκέρι φώναζε κι απειλούσε. 2. πολυμελής ομάδα ή οικογένεια: Βλέπω έχεις έρθει με τ ασκέρι σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Lascaris — La famille des Lascaris (grec: Λάσκαρις) était la dynastie régnant sur l Empire de Nicée. Le nom Lascaris vient du persan lashkar (armée) comme le mot arabe al askari (soldat/militaire) à l origine du mot grec askeri/ασκέρι (troupes non… …   Wikipédia en Français

  • αλλάγι — το (Μ ἀλλάγιον) νεοελλ. 1. ο ορισμένος χρόνος κατά τον οποίο εκτελείται διαδοχικά μια εργασία, ιδιαίτερα το αλώνισμα 2. ομάδα, όμιλος εργατών που εργάζονται σε διαδοχικές βάρδιες 3. πλήθος, ασκέρι 4. (για χρόνο) φορά «δυο αλλάγια την ημέρα» 5.… …   Dictionary of Greek

  • ορδί — το 1. στρατός, ορδή, ασκέρι 2. φρ. «ρίχνω τ ορδί» στρατοπεδεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ordu «στρατός»] …   Dictionary of Greek

  • ρέμπελος — η, ο, Ν 1. (για πολεμιστές) αυτός που δεν ανήκει σε τακτικό στρατιωτικό σώμα, ο αντάρτικος 2. αυτός που χάνει άσκοπα τον καιρό του χωρίς να κάνει τίποτε 3. αυτός που περιφέρεται άσκοπα εδώ κι εκεί 4. άτακτος, ακατάστατος («ρέμπελο σπίτι») 5.… …   Dictionary of Greek

  • Βελή-Γκέκας — (18ος 19ος αι.). Αλβανός από τη Σκόδρα, που βρισκόταν στην υπηρεσία του Αλή πασά και έγινε γνωστός για την παλικαριά του αλλά και για τις διώξεις του εναντίον των χριστιανών. Ήταν γιγαντόσωμος και άγριος. Ο Κατσαντώνης, που δεν υποτασσόταν στον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”